ἱερωστί

ἱερωστί
ἱερ-ωστί, [dialect] Ion. [full] ἱρωστί, Adv.
A in holy sort, piously, Anacr.149.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιερωστί — ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α) επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν ωστί, νε ωστί, ταχε ωστί] …   Dictionary of Greek

  • ιρωστί — ἱρωστὶ (Α) επίρρ. (ιων. τ. τού ιερωστί) με ιερό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • μεγαλωστί — (Α) επίρρ. 1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά 2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά 3. τεράστια, πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”